λεπιδόδενδρο

λεπιδόδενδρο
το
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δενδρόμορφων πτεριδοφύτων που ανήκε στην τάξη λεπιδοδενδρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepidodendron < lepid(o)- (< λεπίς, -ίδος) + dendron (< δένδρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουλόδενδρο — (ulodendron). Μεγάλο δέντρο της ανθρακολιθικής περιόδου, συγγενικό του λεπιδόδεντρου, που έχει εκλείψει. Ο φλοιός των βλαστών και των κλάδων του διαιρείται σε μικρούς ρόμβους με ελικοειδή διάταξη. Απολιθώματα του ο. βρέθηκαν σε πολλές περιοχές. * …   Dictionary of Greek

  • στιγμάρια — η, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένος υπόγειος βλαστός που χαρακτηρίζει τα γένη λεπιδόδενδρο και σιγγιλάρια και απαντά σε στρώματα τού δεβονίου και τού λιθανθρακοφόρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”